τρίμορφον

τρίμορφον
τρίμορφος
three-formed
masc/fem acc sg
τρίμορφος
three-formed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • HECATE — Iovis et Latonae filia, soror Apollinis; quae et Dianae dicitur. Huic triplex nomen attribuitur. Nam in caelo creditur esse Luna, in terra Diana, et apud inferos Proserpina. Hecate vero Servio dicta, quod centum victimis placetur, ant quod 100.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… …   Dictionary of Greek

  • τριφυής — ές, ΜΑ αυτός που έχει τριπλή φύση, που έχει τρεις μορφές ενωμένες σε ενιαίο οργανισμό, όπως η χίμαιρα, που είχε κεφάλι λέαινας, σώμα γίδας και ουρά φιδιού («θηρίον αλλόκοτον τριφυές τε καὶ τρίμορφον», Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυής (< φύω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”